ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ στο ΣΥΝΤΑΓΜΑ

ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ στο ΣΥΝΤΑΓΜΑ

E-mail Εκτύπωση PDF
ΜΕΤΑΞΥ ΣΗΜΑΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΣΑΡΟΛΑΣ
altΉταν ένα ανοιξιάτικο, βροχερό βράδυ στην πλατεία Συντάγματος και κάτω από ομπρέλες, ανάμεσα σε παράφωνες κατσαρόλες και κυματιστές ελληνικές σημαίες τραγουδιόταν με συνθήματα η οργή από τους «αγανακτισμένους»

Μόνο με μαεστρία χελιού μπορούσε κάποιος να διασχίσει την πλατεία και τη Λεωφόρο Αμαλίας. Οι φωνές και η φορτισμένη ατμόσφαιρα γίνονται αντιληπτές ήδη από την έξοδο του μετρό. Στη θέση των συνηθισμένων, κουρασμένων χεριών που μοιράζουν διαφημιστικά φυλλάδια, σε υποδέχονται χέρια που υψωμένα μουτζώνουν  με πάθος προς τη Βουλή. Η μυρωδιά της τσίκνας εισβάλλει στα ρουθούνια. Καντίνες έχουν στηθεί γύρω απ’ το σιντριβάνι, φέρνοντας αβίαστα στο νου την εικόνα πανηγυριού ή έστω υποβαθμισμένων τουριστικών περιοχών. Σκηνές βρίσκονται στο λιγοστό πράσινο της πλατείας. Τα σκαλιά είναι κατακλυσμένα από κόσμο που χοροπηδά και ουρλιάζει. Έπρεπε να επιστρατεύσει κανείς όλη του την επινοητικότητα για να ανέβει σε σημείο που η Βουλή και η ομάδα ΜΑΤ να βρίσκονται στο οπτικό του πεδίο.
-
Με μια γρήγορη ματιά αντικρίζεις ένα ετερόκλητο πλήθος: στην πλειονότητα νέοι, αρκετοί μεσήλικες, κάποιοι ηλικιωμένοι και ένα – δυο μικρά παιδιά συνοδευόμενα από τους γονείς τους. Με πολύχρωμο κήπο έμοιαζε το Σύνταγμα. Οι νέοι έφερναν σε τριαντάφυλλα ∙ όμορφοι με τα νιάτα τους και χαμογελαστοί μες στις παρέες, που κουβέντιαζαν για το μέλλον χλευάζοντας τους πολιτικούς. Όμως, έδειχναν τα αγκάθια τους απειλητικά φωνάζοντας «αγανακτισμένα» συνθήματα. Οι μεσήλικες περπατούσαν σκυφτοί ανάμεσα στον κόσμο και μερικοί, όταν δεν τους κάλυπτε ο θόρυβος απ’ τις κατσαρόλες, ακουμπούσαν τους νέους, που προσπερνούσαν, και ζητούσαν συγνώμη για τα δικά τους λάθη. Πολλοί ζητούσαν απ’ τους νεότερους να φασκελώσουν και προς τη μεριά τους γιατί παρέμειναν χρόνια αδρανείς. Οι ηλικιωμένοι, σα μαραμένα λουλούδια που δεν παραδίδονται στα κιτρινισμένα φύλλα, ήταν οι απόλυτα και πραγματικά εξοργισμένοι. Οι άνδρες πιο προχωρημένης ηλικίας άλλοτε μονολογούσαν και άλλοτε έβριζαν ασύστολα. «Μας κορόιδεψαν!», «Οι κλέφτες!», «Τόσα χρόνια τζάμπα δουλεύαμε!», «Όλα μας τα πήραν!». Οι γηραιές κυρίες, ακόμη και στα συνθήματα που φώναζαν, παρέλειπαν τις βρισιές και γυρνούσαν κάθε λίγο στους νέους και έλεγαν με ειλικρινή ανησυχία : «Εμείς, πάει, τελειώσαμε. Εσείς όμως πώς θα ζήσετε;» . Και δεν ήταν μεμονωμένες αυτές οι εκδηλώσεις ενδιαφέροντος. Όλες τους, λες και είχαν συνεννοηθεί ∙ λες και είχαν αποστηθίσει το ίδιο δίδαγμα, χρησιμοποιούσαν ακριβώς την ίδια φράση. Μια ολόκληρη γενιά  πάλευε για την επόμενη σα να της το χρωστούσε. Τα μικρά παιδιά της διαδήλωσης – οι Βενιαμίν της παρέας όπως χαριτολογώντας, έλεγαν οι διαδηλωτές – σα μπουμπούκια συγκινούσαν το πλήθος όσο τίποτα. Κάποια στιγμή, μπροστά από τα παρατεταγμένα ΜΑΤ ∙ εκεί που με τον τηλεβόα δινόταν ο παλμός, κάποιος πήρε στους ώμους του ένα κοριτσάκι, το πολύ 4 ετών και ο κόσμος αλάλαξε αυθόρμητα ενθουσιασμένος. Γι’ αυτό το κοριτσάκι που ήταν ντυμένο στα ροζ και κοιτούσε γύρω απορημένο, είχαν συγκεντρωθεί όλοι εκεί, μου είπε μια γλυκιά γιαγιά δίπλα.
-
Διάφορα πανό ήταν υψωμένα : «Ακόμη και η καμαριέρα αντιστάθηκε», «George, jog off». Το πιο επιβλητικό λόγω μεγέθους, χρώματος και μηνύματος ήταν το πανό στα Ισπανικά ∙ η απάντηση πως ξυπνήσαμε. Και όπως εύστοχα επισήμανε ένας διαδηλωτής, οι κατσαρόλες είναι απλώς ο ήχος αφύπνισης. Γαλανόλευκες σημαίες, σημαίες της Αργεντινής, της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Ουγγαρίας ανέμιζαν σε κλίμα επανάστασης ή γιορτής – ακόμα δεν κατάλαβα. Γύρω στις 12 και καθώς είχαμε μείνει λίγοι, μια ατημέλητη γυναίκα έπαιξε στο κλαρίνο τον εθνικό ύμνο και το «Πότε θα κάνει ξαστεριά;», προκαλώντας ζητωκραυγές.
Αποτυπωμένος στα συνθήματα, στα πανό, στα πρόσωπα και στο αστείο μαξιλάρι ενός κυρίου με μια ραμμένη μούντζα πάνω, ο θυμός απέναντι στο σαθρό πολιτικό σύστημα, στους πολιτικούς, στους δημοσιογράφους, στους άνδρες των ΜΑΤ, που «αν είχανε τιμή ∙ αν είχανε πατρίδα, ανάποδα θα γύρναγαν την ασπίδα» και στους πολίτες που ακόμη δεν κινητοποιήθηκαν. Έκδηλο ήταν όμως και το κέφι, που τροφοδοτούνταν πρώτον από την περηφάνια που επιτέλους σηκωθήκαμε από τον καναπέ και δεύτερον, από το γεγονός πως άγνωστοι άνθρωποι μεταξύ τους σχημάτιζαν παρέες και μοιράζονταν άγχη, όνειρα και γέλιο.
-
Με βραχνή, ξελαρυγγιασμένη φωνή έφυγα μετά από τέσσερις ώρες και θα με συνόδευε στο σπίτι η πολυπόθητη ελπίδα, αν δεν παρατηρούσα το χάος, τη χωματερή που οι διαδηλωτές άφησαν πίσω τους. Τα πεταμένα μπουκάλια και τσιγάρα μαρτυρούσαν πως η κοινωνική αλληλεγγύη, ο σεβασμός και η αλλαγή, για τα οποία διαδηλώναμε έχει εμπεδωθεί στο μυαλό μας σαν τη δίαιτα. Από Δευτέρα… Πόσες Δευτέρες πια μέχρι να αποδείξουμε τον πολιτισμό και την κοινωνική συνείδησή μας;